κρύφτω

κρύφτω
(μτγν. τ. τού κρύπτω) βλ. κρύβω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

  • μέλλοντας — Ο χρόνος του ρήματος που φανερώνει κάτι που θα γίνει (θα γράψω το γράμμα) ή κάτι που θα γίνεται συνέχεια ή με επανάληψη (όλη τη νύχτα θα δουλεύω). Στην πρώτη περίπτωση ονομάζεται στιγμιαίος μ. και στη δεύτερη εξακολουθητικός. Υπάρχει επίσης και ο …   Dictionary of Greek

  • μουλλώνω — και μουλ(λ)ώχνω (Μ μουλ[λ]ώνω και μουλλών[ν]ω) 1. στέκομαι ακίνητος και σιωπηλός, παραμένω άφωνος, σωπαίνω («κι εμούλλωσε την κεφαλήν και το κορμί απορρίχνει», Ερωτόκρ.) 2. κρύβω, αποσιωπώ 3. ζαρώνω από φόβο, προσπαθώ να κρυφτώ από, φόβο, λουφάζω …   Dictionary of Greek

  • τρυπώνω — Ν [τρύπα] 1. (μτβ.) αποκρύπτω, καταχωνιάζω («πού τρύπωσες τα βιβλία μου και δεν τά βρίσκω;») 2. (αμτβ.) μπαίνω κάπου για να κρυφτώ, κρύβομαι κάπου («τρύπωσε από τον φόβο της σε μια γωνιά») 3. ράβω προσωρινά με αραιές βελονιές, κάνω τρύπωμα 4. μτφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”